-
1 καταστημα
- ατος τό1) состояние, свойство(τοῦ σώματος Plut.)
ὡσαύτως ἐν καταστήματι NT. — как подобает (их) состоянию;τὸ σύνηθες κ. Plut. — обычное состояние2) организация, устройство, конституция(Λακωνικόν Polyb.)
3) состояние погоды(θερινόν Plut.)
-
2 κατάστημα
τό1) учреждение; заведение; здание (какой-л. организации, какого-л. общества);δημόσιο κατάστημα — государственное учреждение;
τό κατάστημα της δημαρχίας — или τό δημαρχιακό κατάστημα — здание мэрии, муниципалитета;
2) магазин;κατάστημα τροφίμων — продовольственный магазин;
εμπορικό κατάστημα — промтоварный магазин; — торговый дом, торговая фирма
-
3 κατάστημα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατάστημα
-
4 κατάστημα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατάστημα
-
5 κατάστημα
поведение, манеры (поведения).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατάστημα
-
6 κατάστημα
[катастима] ουσ ο заведение, предпрятие, магазин. -
7 αποδεκτος
-
8 ευσταθης
эп. ἐϋσταθής 21) хорошо построенный, устойчивый, крепкий, прочный(μέγαρον, θάλαμος Hom.)
2) уравновешенный(φρόνημα μετ΄ ἐλπίδος Plut.)
3) крепкий, здоровый(σαρκὸς κατάστημα Epicur. ap. Plut.)
-
9 αργώ
(е) 1. αμετ.1) не работать, бездействовать;τό κατάστημα αργεί — магазин закрыт;
2) быть свободным, незанятым (о человеке);3) бездельничать, лодырничать, бить баклуши; 4) медлить, мешкать; запаздывать, опаздывать; б) не быть вспаханным, пустовать (о земле;) 2. μετ. задерживать; вызывать опоздание;αργεί να γράψει — он редко пишет;
μη με αργείτε — не задерживайте меня;
§ άργησα πολύ να σάς (1)δω я долго вас не видел;αργούμε να φτάσουμε στην κορυφή τού βουνού до вершины горы ещё далеко;να ξυπνήσω — поздно просыпаться;αργώ να κοιμηθώ — поздно ложиться спать;
δεν αργώ να σε διώξω — я не постесняюсь выгнать тебя;
όπου λαλούν πολλοί κοκόρρι αργεί να ξημερώσει посл. ≈ начальства много, а толку мало; у семи нянек дитя без глазу -
10 δικαστηριακός
η, ό[ν] судебный;δικαστηριακό κατάστημα — судебное учреждение
-
11 εκδοτικός
-
12 ένδυμα
τό1) платье (тж. собир.); одежда, костюм;ένδυμα одеяние (уст. шутл.);
ένδυμα χορού — вечернее платье;
επίσημον ένδυμα — парадный, выходной костюм;
ένδυμα περιπάτου — выходное платье;
κατάστημα ετοίμων ένδυμάτων — магазин готового платья;
ένδυμα γάμου — свадебный наряд;
2) тех:ένδυμ ατμοσωλήνος — тепловая изоляция паропровода
-
13 έπιπλο(ν)
το (чаще πλ.) мебель, меблировка, обстановка;κατάστημα επίπλων мебельный магазин; έκθεση επίπλων салон мебели -
14 έπιπλο(ν)
το (чаще πλ.) мебель, меблировка, обстановка;κατάστημα επίπλων мебельный магазин; έκθεση επίπλων салон мебели -
15 έτοιμος
η, ο [ος, ον ]1) готовый, законченный;έτοιμα είδη — готовые изделия;
κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων магазин готового платья;είμαι έτοιμος — я готов;
τό φαγητό είναι έτοιμο — обед готов;
2) готовый (к чему-л.); намеревающийся;έτοιμος να κλάψει — готовый заплакать;
έτοιμος να θυσιασθεί υπέρ πατρίδος — готовый умереть за родину;
έτοιμος προς πόλεμο — готовый к войне;
έτοιμος γιά κουβέντα — готовый к беседе;
§ έτοιμη απάντηση — готовый ответ;
τρώγω ( — или ζω) από τα έτοιμα — жить на всём готовом;
τα θέλει όλα έτοιμα — ему подавай всё готовое;
έτοιμος να εξυπηρετήσω — готовый к услугам
-
16 μετρητής
ο счётчик (тж. человек); измеритель; вычислитель;ηλεκτρονικός μετρητής — электронный счётчик;
μετρητές ραδιενεργείας — дозиметрическая аппаратура;
μετρητής ταχύτητας — спидометр;
μετρητής δόσεως ραδιενέργειας — рентгенометр;
μετρητής του αεριοφωτος — газовый счётчик;
τό κατάστημα έχει δυό μετρητές — в магазине есть два продавца, которые отмеряют или считают
-
17 2688
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2688
См. также в других словарях:
κατάστημα — condition neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάστημα — το (Α κατάστημα και μτγν. τ. κατάστεμα) νεοελλ. 1. εμπορικό, μαγαζί, πρατήριο εμπορευμάτων 2. βιοτεχνικό εργαστήριο, εργοστάσιο 3. το κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη μια δημόσια υπηρεσία ή κοινωφελές ίδρυμα, εταιρεία, τράπεζα ή άλλος οργανισμός… … Dictionary of Greek
κατάστημα — το, ατος 1. το κτίριο δημόσιας υπηρεσίας, τράπεζας, εταιρείας κ.ά.: Την εξαργύρωσα την επιταγή μου στο κεντρικό κατάστημα της Τράπεζας. 2. μαγαζί, εμπορικό: Έχει ανοίξει κατάστημα στο κέντρο της Πάτρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καφενείο — Κατάστημα στο οποίο προσφέρονται καφές, διάφορα αναψυκτικά και γλυκά, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, πρόδρομος του σημερινού κ. ήταν το αρχαίο θερμοπώλιο, στο οποίο οι άνθρωποι… … Dictionary of Greek
καταστημάτων — κατάστημα condition neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστήμασι — κατάστημα condition neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστήμασιν — κατάστημα condition neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστήματα — κατάστημα condition neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστήματι — κατάστημα condition neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστήματος — κατάστημα condition neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βολάρ, Αμπρουάζ — (Ambroise Vollard, Νησί της Ένωσης, Μασκαρένιας 1865 – Παρίσι 1939). Γάλλος έμπορος έργων τέχνης, εκδότης και συγγραφέας. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και μετά τις νομικές σπουδές του εργάστηκε στο κατάστημα έργων τέχνης Καλλιτεχνική Ένωση (Union… … Dictionary of Greek